- προσεξηγησάμενος
- προσεξηγέομαιrelate besidesaor part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι, εξιστορώ επιπροσθέτως («προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπαρ τι πάντας εὔφρανεν», ΠΔ) … Dictionary of Greek